χρυσάρματοι

χρυσάρματοι
χρῡσάρματοι , χρυσάρματος
with
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρυσάρματος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει χρυσό άρμα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρυσάρματος προσωνυμία τής Σελήνης 3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάρματοι σώμα τής βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άρματος (< ἅρμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”